ἀντιθλίβω

ἀντιθλίβω
ἀντιθλίβω [λῑ],
A press against, counteract,

ἀλλήλους Archyt.

ap. Stob.2.13.120:—[voice] Pass., ἀντιθλίβεται τὸ θλῖβον crushing produces counter-crushing, Arist.GA768b20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιθλίβω — ἀντιθλίβω (Α) ανταποδίδω την πίεση …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”